- ἕξαμμα
- ἕξαμμα, ατος, τό, ([etym.] ἐξάπτω)A handle, Them.Or.13.166a.II ἔξαμμα πυρός, = ἄναμμα (q. v.), Stoic.2.196, 199.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έξαμμα — ἔξαμμα, το (Α) [εξάπτω] το σημείο από όπου κάποιος άπτεται, πιάνει κάτι, η λαβή 2. μτφ. στήριγμα, πάτημα 3. η ενέργεια τού εξάπτω*, ανάβω, το άναμμα («ἔξαμμα πυρός») … Dictionary of Greek